συμπαρακολουθώ

συμπαρακολουθώ
-έω, Α [παρακολουθῶ]
1. πηγαίνω, πορεύομαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο
2. παρακολουθώ την πορεία κάποιου («καλώς τῷ λόγῳ ξυμπαρηκολούθηκας», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”